Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

1941 - 1944 Η τριπλή κατοχή στην Ελλάδα



Η πείνα στην Ελλάδα στα χρόνια της Κατοχής - Γιατί;

Ανάμεσα στα πολλά βάσανα που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο της Κατοχής, το πιο τρομερό ήταν η μεγάλη πείνα, από την οποία ειδικά τον πρώτο χρόνο (1941-1942) πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι.

Οι κατακτητές άρπαξαν από τη χώρα ό,τι τους ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο που συνέχιζαν με άλλες χώρες (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος): τρόφιμα, πρώτες ύλες από τα εργοστάσια, μεταφορικά μέσα και καύσιμα, χρήματα.

Έπεσε μεγάλη φτώχεια γιατί έκλεισαν εργοστάσια και μαγαζιά και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Επίσης τα λεφτά έχασαν την αξία τους γιατί οι κατακτητές τύπωναν δικά τους σε μεγάλες ποσότητες και ανάγκαζαν τους Έλληνες να τα δέχονται για αληθινά. Μετά από λίγο καιρό, για να αποκτήσει κάποιος οτιδήποτε έπρεπε να το ανταλλάξει με κάτι άλλο γιατί κανείς
 δε δεχόταν χρήματα.  

Η επιστράτευση στερεί τη γεωργία από τα απαραίτητα εργατικά χέρια, ενώ η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των υποζυγίων αποδυναμώνει και δυσχεραίνει καταστροφικά την παραγωγή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί σε μεγάλη μείωση της φθινοπωρινής σποράς (μόνο το 1/10 της κανονικής) αλλά και η έλλειψη σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων εξαιτίας του πολέμουΣτις αρχές φθινοπώρου του 1941 ήδη τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί.

Πιο πολύ υπέφεραν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας καθώς και οι κάτοικοι των νησιών. Αυτό συνέβη γιατί με τον πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι και δεν μπορούσαν να έρθουν τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, όσπρια, λαχανικά) από την επαρχία όπου τα καλλιεργούσαν. Άλλος λόγος ήταν ότι οι αγρότες στην επαρχία δεν εμπιστεύονταν τους κατακτητές και την κυβέρνηση από τους Έλληνες «δωσίλογους» που είχαν διορίσει οι πρώτοι, για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πάρουν χρήματα χωρίς αξία. Προτιμούσαν λοιπόν να τα κρατήσουν και να τα καταναλώσουν οι ίδιοι ή να τα ανταλλάζουν με άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη. Έτσι όμως δεν έφταναν τρόφιμα στις πόλει
ς.   

Επιπλέον η διαίρεση της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής κάνει πολύ πολύπλοκη τη διανομή τροφίμων. Εξάλλου, αν και η βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε μόνο το 11% του πληθυσμού και το 15% του εδάφους, διέθετε ωστόσο το 40% της παραγωγής σιταριού, το 60% της παραγωγής σίκαλης και αβγών, το 50% των οσπρίων και το 80% του βουτύρου, προϊόντα που πρωταγωνιστούσαν στην ελληνική διατροφή. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής η Βουλγαρία δεν αποδέχθηκε να παραχωρήσει κανένα από αυτά τα αγαθά στις υπόλοιπες ζώνες, οι οποίες εξάλλου περιελάμβαναν και τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Εκτός των άλλων, ένας καθοριστικός παράγοντας στο ζήτημα της πείνας ήταν ο αποκλεισμός των Συμμάχων. Η Μεγάλη Βρετανία είχε σφυρηλατήσει ένα σιδερένιο κλοιό γύρω από την ηπειρωτική Ευρώπη και κανένα εμπόρευμα δεν επιτρεπόταν να περάσει σε καμιά κατεχόμενη χώρα ούτως ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα εφοδιασμού των κατακτημένων χωρών του Άξονα... Η πολιτική αυτή, που είχε δοκιμασθεί και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν απόλυτη και έπρεπε να διατηρηθεί με κάθε θυσία αφού θεωρούνταν αναγκαία για το νικηφόρο και σύντομο τέλος του πολέμου.



Δύο βιβλία και άπειρες γραπτές μαρτυρίες καταγράφουν τις γαστρονομικές συνήθειες μιας δύσκολης εποχής. Μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα όπως δημοσιεύτηκαν στο άρθρο «Τι έτρωγαν οι Έλληνες στην κατοχή;»
 

Στην εισαγωγή του βιβλίου της Ναταλίας Σαμαρά-Γκαίτλιχ «Οι Συνταγές της Κατοχής, Οδηγός Επιβίωσης» (που κυκλοφόρησε το 2009) αναφέρεται ότι «γυναίκες, άντρες, παιδιά –ανθρώπινοι σκελετοί ντυμένοι με κουρέλια- ψάχνουν απεγνωσμένα στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε και να ξεγελάσουν την πείνα τους: μια κρεμμυδόφλουδα, μια λεμονόκουπα ή κάποιο κόκκαλο για να γλείψουν. Νεκροί σε κάθε γωνιά, καθημερινή εικόνα.

 



Στο βιβλίο αναφέρεται ότι οι Αθηναίοι οφείλουν την επιβίωσή τους κατά πολύ στην ρετσίνα και στις σταφίδες, δύο προϊόντα που έβρισκαν σε σχετική αφθονία. Οι σταφίδες έμπαιναν κυριολεκτικά παντού, ακόμα και στα φασόλια και η σταφιδίνη ήταν το κύριο γλυκαντικό των γλυκών παρασκευασμάτων.

Εκείνους τους χαλεπούς καιρούς η ελληνίδα νοικοκυρά έδινε τη δική της μάχη ενάντια στην πείνα. Η φαντασία, η εφευρετικότητα, μα πιο πολύ η αγάπη, έκαναν να πλουτίζει το τραπέζι της ανέχειας με γεύσεις πρωτόγνωρες, με “λιχουδιές” της ένδειας.   “Πενία τέχνας κατεργάζεται”. Έτσι γεννήθηκε η κουζίνα της πείνας που είναι η πιο ευφάνταστη, η πιο δημιουργική και, γιατί όχι, η πιο υγιεινή, αφού δεν εμπεριέχει λίπη, αλλαντικά, κόκκινα κρέατα, πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα, κ.τ.λ., υπεύθυνα για τις υπερβολικές τιμές χοληστερίνης στο αίμα, την αυξημένη αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων. Υγιεινή διατροφή θα την αποκαλούσαμε, με καμάρι, σήμερα, ο εφιάλτης της γεύσης τότε».

 

 


Στο βιβλίο της «Οι Συνταγές της... Πείνας, η Ζωή στην Αθήνα την Περίοδο της Κατοχής» που κυκλοφόρησε το 2011 η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου περιγράφει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Αθήνα από την Κυριακή 27 Απριλίου 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη.

 

«Η Αθηναία νοικοκυρά» γράφει η Ελένη Νικολαΐδου «στην προσπάθειά της να γεμίσει την κατσαρόλα με κάτι που να τρώγεται σκέφτηκε και μαγείρεψε πορτοκαλόφλουδες και λεμονόφλουδες γιαχνί, νόστιμες, χορταστικές και αν δεν έχεις κάτι άλλο να φας, πεντανόστιμες! Τέλη Σεπτεμβρίου 1941 και οι Αθηναίες νοικοκυρές περιμένουν με αγωνία τις πρώτες βροχές για να βγουν και να μαζέψουν σαλιγκάρια. Το ίδιο σκηνικό κάθε φορά που υπάρχει υποψία έστω και για ένα σαλιγκάρι. Έτσι τα πρωινά του Μάρτη του 1942 στο Πεδίο του Άρεως μαζεύονται γυναίκες και προσπαθούν να βρουν σαλιγκάρια στην απέλπιδα προσπάθειά τους να κάνουν λίγη τροφή.  

Οι Αθηναίες που κατοικούν κοντά σε λόφους βγαίνουν να μαζέψουν χόρτα για να φάνε. Και αυτά όως δεν είναι πολλά, επειδή την ίδια σκέψη την έχουν κάνει κι άλλοι πολλοί, οι οποίοι βλέπουν ότι με τα ελάχιστα χρήματα που έχουν αδυνατούν να αγοράσουν τρόφιμα για όλη την οικογένεια. Σε όποια συνοικία της Αθήνας γίνεται λαϊκή αγορά, η Αθηναία νοικοκυρά δεν μπορεί να βρει κανένα φαγώσιμο γιατί σε αυτές, πλέον, δεν πωλούνται τρόφιμα, αφού σπανίζουν ούτως ή άλλως.

Το καλοκαίρι του 1942 τα αθηναϊκά νοικοκυριά δεν έχουν ούτε ξύλα ούτε κάρβουνα για να μαγειρέψουν στην κουζίνα τους, έτσι πηγαίνουν τα φαγητά τους στους φούρνους της γειτονιάς τους. Τα συσσίτια είναι ένας καθιερωμένος θεσμός ο οποίος σώζει από το θάνατο χιλιάδες Αθηναίους. Μόνο το Πατριωτικό Ίδρυμα υπολογίζεται ότι καθημερινά μοίραζε 190.000 μερίδες φαγητού. Οι φοιτητές τρέφονται επίσης με συσσίτια.  

Στα λαϊκά συσσίτια μοιράζεται μαγειρεμένο μπομποτάλευρο, το οποίο ονομάζεται “κουρκούτι” ή “μπαζίνα”. Το κουρκούτι το παίρνουν οι Αθηναίοι και το χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους. Άλλοι παρασκευάζουν με το μπομποτάλευρο σκορδαλιά, άλλοι πουτίγκα με σταφίδες, άλλοι κέικ ή πολέντα και οι περισσότεροι σπανακόπιτα».   Για τους περισσότερους κατοίκους των πόλεων η κατανάλωση σταρένιου ψωμιού, φρούτων, κρέατος, ψαριών και θαλασσινών, αλλά και γαλακτοκομικών προϊόντων σχεδόν εκμηδενίστηκε. Ακόμα και το ελαιόλαδο, που πολλοί Έλληνες εξασφάλιζαν από ιδία παραγωγή, μετατράπηκε σε είδος πολυτελείας και προϊόν εμπορίου της μαύρης αγοράς. Τα όσπρια, το μπομποτάλευρο, το πλιγούρι, οι πατάτες, τα χαρούπια και τα διάφορα χορταρικά και λαχανικά και οι λίγοι διαθέσιμοι ξηροί καρποί, απάρτιζαν πλέον την βασική τροφή των Ελλήνων.  

Αξιοσημείωτη είναι διάδοση της χρήσης πολλών “νέων” λαχανικών: τσουκνίδες, λαχανίδες, πατατόφλουδες και μολόχες περιλήφθησαν στο καθημερινό διαιτολόγιο. Οι άνθρωποι κατέφυγαν σε μία αυστηρά χορτοφαγική δίαιτα γιατί αυτή ήταν η μόνη τους επιλογή.   Τα αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής που δίνουν συμβουλές και συνταγές για την καλύτερη αξιοποίηση των υλικών και τα ρεπορτάζ με τις απίθανες περιπτώσεις αισχροκέρδειας και απάτης είναι μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για την εφευρετικότητα των Ελλήνων που αξιοποίησαν ακόμα και το σκουπόχορτο για να φτιάξουν ψωμί.   Η Ναταλία Σαμαρά-Γκαίτλιχ αναφέρει ότι επειδή το σταρένιο αλεύρι ήταν ανύπαρκτο, το ψωμί φτιαχνόταν από οτιδήποτε ήταν διαθέσιμο: μπομποτάλευρο, κριθάρι, βραστή πατάτα, ξυλοκέρατα (χαρούπια), σκουπόχορτο, βελανίδια αλεσμένα, γκόρτσα ξερά, λούπινα βρασμένα και ξεπικρισμένα, αρτόκαρπο, ρόβη, ακόμα και από τσίπουρα.

                   Πηγή:  https://www.lifo.gr/articles/taste_articles/213009/ti-etrogan-oi-ellines-stin-katoxi






Η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου βγάζει από το χρονοντούλαπο τις «Συνταγές της Κατοχής»

«Οι άνθρωποι της Κατοχής είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τους Ναζί, τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τη λεηλασία της πόλης και τις τρομακτικές ελλείψεις σε τρόφιμα. Οι μισθοί πλέον δεν είχαν καμία αξία. Τα τρόφιμα στην αγορά ήταν σπάνια και όταν εμφανίζονταν ελέγχονταν από μαυραγορίτες, οι οποίοι ήταν σε αγαστή συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές. Έπρεπε, λοιπόν, να επιβιώσουν. Χιλιάδες δεν τα κατάφεραν, χιλιάδες στην Αθήνα και σε άλλα μέρη πέθαναν από ασιτία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι εφημερίδες της εποχής έδιναν συμβουλές για το πώς θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να διατραφούν, ώστε να κρατηθούν εν ζωή. Μία συνταγή ή οδηγία – που ήταν και αυτή που με σόκαρε περισσότερο - έδινε οδηγίες για το πώς να μαζεύουν ψίχουλα».
Έλεγε λοιπόν: Μαζεύετε με προσοχή τα ψίχουλα από το τραπέζι και βάλτε τα σε ένα ποτήρι. Στο τέλος της εβδομάδας θα έχετε μαζέψει τόσα ψίχουλα, ώστε να μπορέσετε να τα χρησιμοποιήσετε στη μαγειρική σας.

«Ειλικρινά, δεν είναι φοβερό; Επίσης, υπήρχε συνταγή που έλεγε πώς να ξεγελάσεις τα μάτια σου και το στομάχι σου ότι τρως κρέας (φοβερά δυσεύρετο προϊόν)». Είναι πολύ απλό: Παίρνεις μία μελιτζάνα και την τρίβεις, την αφήνεις να σκουρύνει και τότε έχεις την αίσθηση ότι τρως κρέας!

Τα φρούτα στην κατοχική Αθήνα, αποτελούσαν ένα είδος υπό εξαφάνιση.
Ακόμη, λόγω του ότι ο καφές ήταν δυσεύρετος, απλοί πολίτες έφτιαχναν έναν τύπο καφέ από διάφορα προϊόντα, όπως τα ρεβίθια ή από βραστά κουκούτσια.

«Αυτό που υπήρχε σε μερική αφθονία, ήταν το κρασί, το οποίο έσωσε αρκετούς Αθηναίους, γιατί τους τόνωνε. Επίσης και οι σταφίδες και τα σύκα ήταν υλικά που τους κρατούσαν ζωντανούς, αφού τα χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατα ζάχαρης και έφτιαχναν γλυκά. Υπήρχαν εστιατόρια που πουλούσαν γάλα, νερωμένο φυσικά, και αμφιβόλου ποιότητας. Να συμπληρώσω εδώ ότι από την πείνα τους, οι Αθηναίοι μάζευαν ό, τι χόρτο έβρισκαν, αλλά πόσα χόρτα μπορεί να υπάρχουν για να ταΐσουν μία πόλη; Τούς προέτρεπαν λοιπόν να τρώνε χόρτα και να τα μασούν αργά αργά για να νομίσει το στομάχι ότι είναι χορτάτο».

«Είναι τραγικό αυτό που θα σας πω αλλά η πρώτη ύλη ήταν το ...νερό! Όταν βέβαια έτρεχε από τις βρύσες, γιατί η αλήθεια είναι ότι τους το έκοβαν πολύ συχνά. Για να σας δώσω να καταλάβετε, υπήρχε συνταγή που έλεγε ότι αν και εφόσον βρεθείτε τόσο τυχεροί και αγοράσετε φασολάκια, να τα καθαρίσετε, κρατήστε τις άκρες και τις κλωστές και όλα μαζί ψιλοκόψτε τα. Σε μία κατσαρόλα με νερό ρίξτε τα όλα μέσα, προσθέστε λίγο κρεμμύδι, ντομάτα ή ελιές και να μία θαυμάσια σούπα για το βράδυ!».

Αρκετοί απλοί πολίτες κατάφεραν να σωθούν, χάρη στα συσσίτια που διοργάνωναν τα σωματεία προς τα μέλη τους. Αποτέλεσμα ήταν η εξασφάλιση ενός πιάτου με όσπρια ή μία κούπα νεροζούμι. «Τα συσσίτια ήταν πολύ διαδεδομένα και εξαιτίας τους κατάφεραν πολλοί Αθηναίοι να επιβιώσουν. Φυσικά μην νομίζετε ότι ήταν τίποτα φαγητά της προκοπής αλλά ήταν αρκετά για να μπορέσουν να σταθούν τα πόδια τους. Να σας πω επιπλέον, ότι πολλοί Αθηναίοι έβαζαν κοτέτσια στα μπαλκόνια και τις αυλές ή έφτιαχναν δικό τους μπαξέ που όμως φύλαγαν σκοπιά για να μην πάει κάποιος πεινασμένος να τους πάρει την κότα ή το λαχανικό».

Πηγή: https://www.news247.gr/weekend-edition/oi-syntages-tis-peinas-stin-katochi.6301257.html


Μπορείτε να δείτε εδώ ένα βίντεο από το YouTube με φωτογραφίες από την περίοδο της κατοχής.

Εμφύλιος πόλεμος 

Ο Εμφύλιος πόλεμος (1946 - 1949) υπήρξε μια από τις πιο τραγικές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας. Χιλιάδες Έλληνες αλληλοσκοτώθηκαν, άλλοι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν και να γίνουν πρόσφυγες, ενώ τα τραύματα και ο πόνος στις ψυχές των Ελλήνων θα συνεχίσουν και τις επόμενες δεκαετίες. Το πιο κάτω τραγούδι "Του νεκρού αδερφού" έγραψε και μελοποίησε ο μεγάλος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου