Οι κατακτητές άρπαξαν από τη χώρα ό,τι τους ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο που συνέχιζαν με άλλες χώρες (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος): τρόφιμα, πρώτες ύλες από τα εργοστάσια, μεταφορικά μέσα και καύσιμα, χρήματα.
Έπεσε μεγάλη φτώχεια γιατί έκλεισαν εργοστάσια και μαγαζιά και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Επίσης τα λεφτά έχασαν την αξία τους γιατί οι κατακτητές τύπωναν δικά τους σε μεγάλες ποσότητες και ανάγκαζαν τους Έλληνες να τα δέχονται για αληθινά. Μετά από λίγο καιρό, για να αποκτήσει κάποιος οτιδήποτε έπρεπε να το ανταλλάξει με κάτι άλλο γιατί κανείς δε δεχόταν χρήματα.
Πιο πολύ υπέφεραν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας καθώς και οι κάτοικοι των νησιών. Αυτό συνέβη γιατί με τον πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι και δεν μπορούσαν να έρθουν τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, όσπρια, λαχανικά) από την επαρχία όπου τα καλλιεργούσαν. Άλλος λόγος ήταν ότι οι αγρότες στην επαρχία δεν εμπιστεύονταν τους κατακτητές και την κυβέρνηση από τους Έλληνες «δωσίλογους» που είχαν διορίσει οι πρώτοι, για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πάρουν χρήματα χωρίς αξία. Προτιμούσαν λοιπόν να τα κρατήσουν και να τα καταναλώσουν οι ίδιοι ή να τα ανταλλάζουν με άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη. Έτσι όμως δεν έφταναν τρόφιμα στις πόλεις.
Δύο βιβλία και άπειρες
γραπτές μαρτυρίες καταγράφουν τις γαστρονομικές συνήθειες μιας δύσκολης εποχής. Μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα όπως
δημοσιεύτηκαν στο άρθρο «Τι έτρωγαν οι
Έλληνες στην κατοχή;»
Στην εισαγωγή του
βιβλίου της Ναταλίας Σαμαρά-Γκαίτλιχ «Οι Συνταγές της Κατοχής, Οδηγός
Επιβίωσης» (που κυκλοφόρησε το 2009) αναφέρεται ότι «γυναίκες, άντρες, παιδιά
–ανθρώπινοι σκελετοί ντυμένοι με κουρέλια- ψάχνουν απεγνωσμένα στα σκουπίδια
για να βρουν κάτι να φάνε και να ξεγελάσουν την πείνα τους: μια κρεμμυδόφλουδα,
μια λεμονόκουπα ή κάποιο κόκκαλο για να γλείψουν. Νεκροί σε κάθε γωνιά,
καθημερινή εικόνα.
Στο βιβλίο αναφέρεται ότι οι
Αθηναίοι οφείλουν την επιβίωσή τους κατά πολύ στην ρετσίνα και στις σταφίδες,
δύο προϊόντα που έβρισκαν σε σχετική αφθονία. Οι σταφίδες έμπαιναν κυριολεκτικά
παντού, ακόμα και στα φασόλια και η σταφιδίνη ήταν το κύριο γλυκαντικό των
γλυκών παρασκευασμάτων.
Εκείνους τους χαλεπούς
καιρούς η ελληνίδα νοικοκυρά έδινε τη δική της μάχη ενάντια στην πείνα. Η
φαντασία, η εφευρετικότητα, μα πιο πολύ η αγάπη, έκαναν να πλουτίζει το τραπέζι
της ανέχειας με γεύσεις πρωτόγνωρες, με “λιχουδιές” της ένδειας. “Πενία
τέχνας κατεργάζεται”. Έτσι γεννήθηκε η κουζίνα της πείνας που είναι η πιο
ευφάνταστη, η πιο δημιουργική και, γιατί όχι, η πιο υγιεινή, αφού δεν
εμπεριέχει λίπη, αλλαντικά, κόκκινα κρέατα, πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα,
κ.τ.λ., υπεύθυνα για τις υπερβολικές τιμές χοληστερίνης στο αίμα, την αυξημένη
αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων. Υγιεινή διατροφή θα
την αποκαλούσαμε, με καμάρι, σήμερα, ο εφιάλτης της γεύσης τότε».
Στο βιβλίο της «Οι Συνταγές της... Πείνας,
η Ζωή στην Αθήνα την Περίοδο της Κατοχής» που κυκλοφόρησε το 2011 η
ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου περιγράφει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην
Αθήνα από την Κυριακή 27 Απριλίου 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν
στην πόλη.
«Η Αθηναία νοικοκυρά»
γράφει η Ελένη Νικολαΐδου «στην προσπάθειά της να γεμίσει την κατσαρόλα με κάτι
που να τρώγεται σκέφτηκε και μαγείρεψε πορτοκαλόφλουδες και λεμονόφλουδες
γιαχνί, νόστιμες, χορταστικές και αν δεν έχεις κάτι άλλο να φας, πεντανόστιμες!
Τέλη Σεπτεμβρίου 1941 και οι Αθηναίες νοικοκυρές περιμένουν με αγωνία τις
πρώτες βροχές για να βγουν και να μαζέψουν σαλιγκάρια. Το ίδιο σκηνικό κάθε
φορά που υπάρχει υποψία έστω και για ένα σαλιγκάρι. Έτσι τα πρωινά του Μάρτη
του 1942 στο Πεδίο του Άρεως μαζεύονται γυναίκες και προσπαθούν να βρουν
σαλιγκάρια στην απέλπιδα προσπάθειά τους να κάνουν λίγη τροφή.
Οι Αθηναίες που κατοικούν
κοντά σε λόφους βγαίνουν να μαζέψουν χόρτα για να φάνε. Και αυτά όως δεν είναι
πολλά, επειδή την ίδια σκέψη την έχουν κάνει κι άλλοι πολλοί, οι οποίοι βλέπουν
ότι με τα ελάχιστα χρήματα που έχουν αδυνατούν να αγοράσουν τρόφιμα για όλη την
οικογένεια. Σε όποια συνοικία της Αθήνας γίνεται λαϊκή αγορά, η Αθηναία
νοικοκυρά δεν μπορεί να βρει κανένα φαγώσιμο γιατί σε αυτές, πλέον, δεν
πωλούνται τρόφιμα, αφού σπανίζουν ούτως ή άλλως.
Το καλοκαίρι του 1942 τα
αθηναϊκά νοικοκυριά δεν έχουν ούτε ξύλα ούτε κάρβουνα για να μαγειρέψουν στην
κουζίνα τους, έτσι πηγαίνουν τα φαγητά τους στους φούρνους της γειτονιάς τους.
Τα συσσίτια είναι ένας καθιερωμένος θεσμός ο οποίος σώζει από το θάνατο
χιλιάδες Αθηναίους. Μόνο το Πατριωτικό Ίδρυμα υπολογίζεται ότι καθημερινά
μοίραζε 190.000 μερίδες φαγητού. Οι φοιτητές τρέφονται επίσης με συσσίτια.
Στα λαϊκά συσσίτια
μοιράζεται μαγειρεμένο μπομποτάλευρο, το οποίο ονομάζεται “κουρκούτι” ή
“μπαζίνα”. Το κουρκούτι το παίρνουν οι Αθηναίοι και το χρησιμοποιούν με
διάφορους τρόπους. Άλλοι παρασκευάζουν με το μπομποτάλευρο σκορδαλιά, άλλοι
πουτίγκα με σταφίδες, άλλοι κέικ ή πολέντα και οι περισσότεροι σπανακόπιτα».
Για τους περισσότερους κατοίκους των πόλεων η κατανάλωση σταρένιου
ψωμιού, φρούτων, κρέατος, ψαριών και θαλασσινών, αλλά και γαλακτοκομικών
προϊόντων σχεδόν εκμηδενίστηκε. Ακόμα και το ελαιόλαδο, που πολλοί Έλληνες
εξασφάλιζαν από ιδία παραγωγή, μετατράπηκε σε είδος πολυτελείας και προϊόν
εμπορίου της μαύρης αγοράς. Τα όσπρια, το μπομποτάλευρο, το πλιγούρι, οι
πατάτες, τα χαρούπια και τα διάφορα χορταρικά και λαχανικά και οι λίγοι
διαθέσιμοι ξηροί καρποί, απάρτιζαν πλέον την βασική τροφή των Ελλήνων.
Αξιοσημείωτη είναι διάδοση
της χρήσης πολλών “νέων” λαχανικών: τσουκνίδες, λαχανίδες, πατατόφλουδες και
μολόχες περιλήφθησαν στο καθημερινό διαιτολόγιο. Οι άνθρωποι κατέφυγαν σε μία
αυστηρά χορτοφαγική δίαιτα γιατί αυτή ήταν η μόνη τους επιλογή. Τα
αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής που δίνουν συμβουλές και συνταγές για την
καλύτερη αξιοποίηση των υλικών και τα ρεπορτάζ με τις απίθανες περιπτώσεις
αισχροκέρδειας και απάτης είναι μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για την
εφευρετικότητα των Ελλήνων που αξιοποίησαν ακόμα και το σκουπόχορτο για να
φτιάξουν ψωμί. Η Ναταλία Σαμαρά-Γκαίτλιχ αναφέρει ότι επειδή το σταρένιο
αλεύρι ήταν ανύπαρκτο, το ψωμί φτιαχνόταν από οτιδήποτε ήταν διαθέσιμο:
μπομποτάλευρο, κριθάρι, βραστή πατάτα, ξυλοκέρατα (χαρούπια), σκουπόχορτο, βελανίδια
αλεσμένα, γκόρτσα ξερά, λούπινα βρασμένα και ξεπικρισμένα, αρτόκαρπο, ρόβη,
ακόμα και από τσίπουρα.
Πηγή: https://www.lifo.gr/articles/taste_articles/213009/ti-etrogan-oi-ellines-stin-katoxi