Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Μνήμη Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ - 19 Ιανουαρίου



 




ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΎΠΡΟΥ - ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο Γ’

Η

 ζωή του ανθρώπου αυτού είναι συνυφασμένη με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου επί 27 συναπτά χρόνια και Πρόεδρος της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τα πρώτα 17 κρίσιμα χρόνια. Ο χαρακτηρισμός «Εθνάρχης» αποδίδεται όχι ως σχήμα λόγου, αλλά ως προς την ουσιαστική σχέση που είχε με το λαό της Κύπρου, για το γεγονός ότι είχε συνταυτιστεί στα μάτια της διεθνούς κοινότητας με την Κύπρο και το λαό της.

Τα πρώτα του χρόνια
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913 στην Παναγιά. Ήταν το πρωτότοκο παιδί του Χριστόδουλου και της Ελένης Μούσκου και πήρε το όνομα Μιχάλης. Η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή και έτσι ο μικρός Μιχάλης βοηθούσε τον πατέρα του που ήταν βοσκός, ενώ ταυτόχρονα μάθαινε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του.

Ο πατέρας, αφού είδε την κλίση που είχε ο Μιχάλης για τα γράμματα, μόλις τέλειωσε το δημοτικό τον πήρε στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί έμεινε σαν μοναχός μέχρι και τα 20 του χρόνια, οπότε με υποτροφία της μονής στάληκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία για να συνεχίσει τη μόρφωσή του.   

Από διάκονος μητροπολίτης
Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1936 και στη συνέχεια χειροτονήθηκε σε διάκονο και πήρε το όνομα Μακάριος. Πάλι με έξοδα της μονής ο Μακάριος πήγε στην Αθήνα, όπου και πήρε το πτυχίο της Θεολογίας και χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και αρχιμανδρίτη.

Με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, το 1946 έφυγε για μετεκπαίδευση στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οι σπουδές αυτές δεν ολοκληρώθηκαν, αφου στο μεταξύ ο λαός τον εξέλεξε στη θέση του Μητροπολίτη Κιτίου. Έτσι ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο. Η χειροτονία και η ενθρόνιση του έγινε στις 13 Ιουνίου 1948.
 
Ο Μακάριος  εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ως Μητροπολίτης Κιτίου ο Μακάριος ανέπτυξε πλούσια εθνική και θρησκευτική δράση. Η Κύπρος τότε ήταν αποικία των Βρετανών και οι Κύπριοι για χρόνια ζητούσαν την απελευθέρωση της πατρίδας τους και την Ένωσή της με την Ελλάδα. Με πρωτοβουλία δική του έγινε στις 15 Ιανουαρίου 1950 το ενωτικό δημοψήφισμαστο οποίο ο κυπριακός Ελληνισμός με ποσοστό 96% αξίωσε την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα.
Έξι μήνες αργότερα πέθανε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Β’. Ο λαός και ο κλήρος του νησιού, αναγνωρίζοντας και εκτιμώντας τη μέχρι τότε προσφορά αλλά και τις ικανότητες του Μητροπολίτη Κιτίου Μακαρίου, τον ανέδειξαν στη θέση του Αρχιεπισκόπου, ως Μακάριο Γ’. Έτσι λοιπόν στις 5 Οκτωβρίου 1950 ο Μακάριος  ανεβαίνει στο θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την ηγεσία του ενωτικού αγώνα.

Όταν αργότερα άρχισε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ οι Άγγλοι φρόντισαν να αδρανοποιήσουν τον Μακάριο, πολιτικό ηγέτη του αγώνα (Στρατιωτικός ηγέτης ήταν ο Γεώργιος Γρίβας – Διγενής). Στις 9 Μαρτίου 1956, όταν ο Μακάριος ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει στην Αθήνα, οι Άγγλοι τον συνέλαβαν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας και τον εξόρισαν στις Σευχέλλες, ένα μακρινό νησι του Ειρηνικού Ωκεανού, μαζί με άλλους τρεις αγωνιστές. Εκεί παρέμεινε περίπου ένα χρόνο και αφέθηκε τελικά ελεύθερος τον Απρίλιο του 1957 αλλά με τον όρο να μην επιστρέψει στην Κύπρο. Έτσι κατέφυγε στην Ελλάδα.

Ο Μακάριος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Το Φεβρουάριο του 1959, ο Μακάριος σαν εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων υπογράφει τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου με βάση τις οποίες τερματίζεται ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ και ιδρύεται η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, με τη συμμετοχή τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων. Στις εκλογές που ακολούθησαν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκλέγεται πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και  ρίχνει όλο το βάρος των προσπαθειών του για να στερεώσει το νέο κράτος.

Δυστυχώς οι Τούρκοι άρχισαν από νωρίς να παρεμβάλλουν εμπόδια στο νέο κράτος. Παρά τις προσπάθειες το Μακαρίου να αποτρέψει τη σύγκρουση, το Δεκέμβρη του 1963 ξέσπασαν αιματηρά επεισόδια μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να αποχωρήσουν από την Κυβέρνηση, τη Βουλή και τη Δημόσια Υπηρεσία. Οι ταραχές συνεχίστηκαν με αποκορύφωμα τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας από τουρκικά αεροπλάνα και το φρικτό θάνατο πολλών αμάχων.
Ο Μακάριος όμως συνέχισε να αγωνίζεται για την ειρήνη και την πρόοδο στο νησί του. Έριξε όλο το βάρος των προσπαθειών του στην καλυτέρευση της οικονομίας του τόπου, στην ανάπτυξη της γεωργίας και του εμπορίου. Ταυτόχρονα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα για την παιδεία και τη μορφωση των νέων του νησιού.

Η προσπάθεια του Μακαρίου όμως δεν ολοκληρώθηκε. Φρόντιζαν γι’ αυτό οι δικτάτορες της Χούντας που οργάνωσαν και εκτέλεσαν το προδοτικό πραξικόπημα για την ανατροπή του στις 15 Ιουλίου 1974. Βέβαια ο Μακάριος σώθηκε και διέφυγε στο εξωτερικό. Οι Τούρκοι όμως που καραδοκούσαν βρήκαν την ευκαιρία και στις 20 Ιουλίου 1974,  εισέβαλαν στο νησί και κατέλαβαν το βόρειο μέρος του σκορπώντας παντού φωτιά και θάνατο.

Ο Μακάριος, μετά το μεγάλο κακό που βρήκε τον τόπο, επανήλθε στην Κύπρο και ξανάρχισε την προσπάθεια για να ξανακτίσει τα ερείπια. Η καρδιά του όμως, που τόσο αγάπησε την Κύπρο, δεν μπόρεσε να αντέξει το μεγάλο κακό. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1977. Ο λαός του το συνόδευσε με τιμές στη νέα του κατοικία, κοντά στο Θρονί στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου.